Ἥφαιστον

Ἥφαιστον
Ἥφαιστος
nine
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλυτοεργός — κλυτοεργός, όν (Α) ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης* («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + εργός (< ἔργον), πρβλ. ιερο εργός, φυτο εργός] …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”